χορτόφυτος

χορτόφυτος
-η, -ο, Ν
(για γη) φυτευμένος με χόρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτο + -φυτος (< φυτός < φύω / -ομαι), πρβλ. πευκό-φυτος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1851 στον Σ. Α. Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χόρτος — ὁ, ΜΑ αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”